Καταφεύγω στα ισλανδικά

Μετάφραση: καταφεύγω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
úrræði, Aukagjald, orlofssvæði, er orlofssvæði
Καταφεύγω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταφεύγω

καταφεύγω αγγλικά, καταφεύγω english, καταφεύγω στα αγγλικά, καταφεύγω αρχικοί χρόνοι, καταφεύγω συνώνυμο, καταφεύγω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καταφεύγω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • καταφανής στα ισλανδικά - áberandi, of áberandi, áberandi en, áberandi
  • καταφατικός στα ισλανδικά - jákvætt, játandi, svo er, virkri, sértækar
  • καταφορά στα ισλανδικά - fraught, ríkir mikil, háð mikilli, Veruleg, ríkir
  • καταφρόνια στα ισλανδικά - fyrirlitning, fyrirlitningu, fyrirlitningin, vanvirðing, að fyrirlitning
Τυχαίες λέξεις
Καταφεύγω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: úrræði, Aukagjald, orlofssvæði, er orlofssvæði