Καταφύγιο στα ισλανδικά
Μετάφραση: καταφύγιο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skjól, húsaskjól, skjóli, skjól á, skjóls
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταφύγιο
καταφύγιο αστράκας, καταφύγιο σπήλιος αγαπητός, καταφύγιο πετρόστρουγκας, καταφύγιο φλαμπούρι, καταφύγιο αδέσποτων ζώων, καταφύγιο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καταφύγιο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- καταφορά στα ισλανδικά - fraught, ríkir mikil, háð mikilli, Veruleg, ríkir
- καταφρόνια στα ισλανδικά - fyrirlitning, fyrirlitningu, fyrirlitningin, vanvirðing, að fyrirlitning
- καταχνιά στα ισλανδικά - móða, Mistur, Haze
- καταχρηστικός στα ισλανδικά - móðgandi, misnotkun, misbjóðandi, misnota, er móðgandi
Τυχαίες λέξεις
Καταφύγιο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skjól, húsaskjól, skjóli, skjól á, skjóls
Μεταφράσεις: skjól, húsaskjól, skjóli, skjól á, skjóls