Κατορθώνω στα ισλανδικά

Μετάφραση: κατορθώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
setja yfir, að setja yfir
Κατορθώνω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατορθώνω

κατευθύνω ετυμολογία, κατορθώνω συνώνυμα, κατευθύνω συνώνυμο, κατορθώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κατορθώνω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατοικώ στα ισλανδικά - dvelja, byggja, lifa, búa, lifandi, lifað, býrð
  • κατολίσθηση στα ισλανδικά - jarðfall, renna, að renna, því að renna, rennihurð
  • κατοχή στα ισλανδικά - eignar, eign, fórum, til eignar, meira með boltann
  • κατοχυρώνω στα ισλανδικά - hlífa, styrkja, efla, að styrkja, styrkingin
Τυχαίες λέξεις
Κατορθώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: setja yfir, að setja yfir