Κατοχή στα ισλανδικά
Μετάφραση: κατοχή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eignar, eign, fórum, til eignar, meira með boltann
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατοχή
κατοχή αντίσταση και απελευθέρωση, κατοχή 1941, κατοχή ναρκωτικών ποινή, κατοχή λεξικό, κατοχή στην ελλάδα, κατοχή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κατοχή στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κατολίσθηση στα ισλανδικά - jarðfall, renna, að renna, því að renna, rennihurð
- κατορθώνω στα ισλανδικά - setja yfir, að setja yfir
- κατοχυρώνω στα ισλανδικά - hlífa, styrkja, efla, að styrkja, styrkingin
- κατράμι στα ισλανδικά - bik, kasta, völlurinn, vellinum, velli
Τυχαίες λέξεις
Κατοχή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: eignar, eign, fórum, til eignar, meira með boltann
Μεταφράσεις: eignar, eign, fórum, til eignar, meira með boltann