Μένω στα ισλανδικά
Μετάφραση: μένω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lifa, búa, dveljast, dvöl, halda, vera, dvalar, dvalar til, dvalar til að
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μένω
μένω demy, μένω ενεός, μένω δένω πλένω, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μένω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μέμψη στα ισλανδικά - Semerkhet
- μέντα στα ισλανδικά - myntu, Mint, mynta, myntsláttan
- μέρα στα ισλανδικά - dagur, dag, degi, daginn, daga
- μέριμνα στα ισλανδικά - áhyggjuefni, áhyggjur, Áhyggjuraddir, áhyggjum, varða
Τυχαίες λέξεις
Μένω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: lifa, búa, dveljast, dvöl, halda, vera, dvalar, dvalar til, dvalar til að
Μεταφράσεις: lifa, búa, dveljast, dvöl, halda, vera, dvalar, dvalar til, dvalar til að