Μανιβέλα στα ισλανδικά
Μετάφραση: μανιβέλα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveif, Crank
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανιβέλα
μανιβέλα πατρα, μανιβέλα τέντας, μανιβέλα αγγλικα, μανιβέλα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μανιβέλα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μανιακός στα ισλανδικά - vitfirringur, Maniac
- μανιασμένος στα ισλανδικά - stórlega, harðlega, vinnu
- μανικέτι στα ισλανδικά - steinar, slíðursins
- μανιτάρι στα ισλανδικά - sveppir, sveppum, sveppa, sveppur
Τυχαίες λέξεις
Μανιβέλα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sveif, Crank
Μεταφράσεις: sveif, Crank