Μομφή στα ισλανδικά

Μετάφραση: μομφή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
háðungar, háðung, spotti, vanvirða, skömm
Μομφή στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μομφή

μομφή σημαίνει, μομφή βικιπαιδεια, μομφή σημασία, μομφή ορισμός, μομφή συνώνυμο, μομφή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μομφή στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • μολύβι στα ισλανδικά - blýantur, blýant, blýanti, pensiltitrara
  • μολύνω στα ισλανδικά - smitað, lagst, smita, lagst á, sýkja
  • μονάδα στα ισλανδικά - eining, einingu, einingar, einingin
  • μονή στα ισλανδικά - klaustri, Abbey, klaustrið, klaustur
Τυχαίες λέξεις
Μομφή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: háðungar, háðung, spotti, vanvirða, skömm