Νεύω στα ισλανδικά
Μετάφραση: νεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
höfuðhneiging
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νεύω
νεύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, νεύω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- νεότητα στα ισλανδικά - bernska, æsku, ungmenni, ungmenna, æskulýðsmála, unglingar
- νεύρο στα ισλανδικά - taug, tauga, taugavaxtarþáttur, taugavaxtarþætti, taugar
- νημάτιο στα ισλανδικά - filament, Þráðurinn, þræði, þráður sem
- νηνεμία στα ισλανδικά - stilltur, stillilegur, sefa, lygn, vagga, aðgerðaleysi, daufleiki
Τυχαίες λέξεις
Νεύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: höfuðhneiging
Μεταφράσεις: höfuðhneiging