Ομότιμος στα ισλανδικά
Μετάφραση: ομότιμος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jafningi, peer, jafningja, pörum
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομότιμος
ομότιμος συνώνυμα, ομότιμοσ επίτιμοσ, ομότιμος καθηγητής, ομότιμος καθηγητής στα αγγλικά, ομότιμος καθηγητής αγγλικά, ομότιμος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ομότιμος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ομόλογος στα ισλανδικά - hliðstæða, ósamgena, samsvarandi, samstætt, samstæðast, samstæð
- ομόνοια στα ισλανδικά - CONCORD, samlyndi
- ομόφωνα στα ισλανδικά - samhljóða, einróma, samhljóða samþykki, með samhljóða samþykki
- ομόφωνος στα ισλανδικά - einróma, samhljóða, á einu máli, einu máli, samdóma
Τυχαίες λέξεις
Ομότιμος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: jafningi, peer, jafningja, pörum
Μεταφράσεις: jafningi, peer, jafningja, pörum