Ορυχείο στα ισλανδικά

Μετάφραση: ορυχείο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gröf, náma, minn, mitt, mín, námu, Mine
Ορυχείο στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορυχείο

ορυχείο μαυροπηγής, ορυχείο ίψεν, ορυχείο στην τουρκία, ορυχείο χρυσού χαλκιδική, ορυχείο πεδίου αμυνταίου, ορυχείο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ορυχείο στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ορυκτολογία στα ισλανδικά - Steindafræði
  • ορυκτό στα ισλανδικά - steinefni, steinefna, steinasafn, steinefnum, steinaríkinu
  • ορφανοτροφείο στα ισλανδικά - munaðarleysingjahæli
  • ορφανός στα ισλανδικά - munaðarlaus, munaðarleysinginn, munaðarleysingja, foreldralaus
Τυχαίες λέξεις
Ορυχείο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: gröf, náma, minn, mitt, mín, námu, Mine