Πειθώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: πειθώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sannfæra, að sannfæra, sannfært
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθώ
πείθω αντίθετο, πείθω ομόρριζα, πείθω παράγωγα, πείθω κλίση, πείθω αρχικοί χρόνοι, πειθώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πειθώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- παύση στα ισλανδικά - fjara, hlé, Gera hlé, stansa, Gera hlé á, á Hlé
- παύω στα ισλανδικά - enda, hætta, Hættu, hætt, brott
- πείνα στα ισλανδικά - sultur, hungur, hungri, hungra, hungrar, svengd
- πείραμα στα ισλανδικά - tilraun, tilraunin, tilraunir, tilraun til, gera tilraunir
Τυχαίες λέξεις
Πειθώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sannfæra, að sannfæra, sannfært
Μεταφράσεις: sannfæra, að sannfæra, sannfært