Πεινασμένος στα ισλανδικά

Μετάφραση: πεινασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hungraður, svangur, svöng, svangir, hungraða
Πεινασμένος στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεινασμένος

πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένοσ και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, είμαι πεινασμένοσ, πεινασμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πεινασμένος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • πειθαρχώ στα ισλανδικά - agi, aga, ögun, aðhald, fræðigrein
  • πειθώ στα ισλανδικά - fortölur, sannfæringarkrafti, fortölur voru, fortölum
  • πεινώ στα ισλανδικά - hungur, hungri, hungra, hungrar, svengd
  • πειράζω στα ισλανδικά - erta, ögra, stríða, stríða því
Τυχαίες λέξεις
Πεινασμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hungraður, svangur, svöng, svangir, hungraða