Ρητώς στα ισλανδικά
Μετάφραση: ρητώς, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sérstaklega, skýrt, gagngert, berum orðum, beinlínis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρητώς
ρητώς λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ρητώς στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ρητό στα ισλανδικά - sagði, segja, að segja, sögðu
- ρητός στα ισλανδικά - eindreginn, skýr
- ρηχός στα ισλανδικά - grunnur, grunnt, grunn, grunnum, grunnu
- ριγέ στα ισλανδικά - röndóttur, rílóttir, rílótt, röndóttum
Τυχαίες λέξεις
Ρητώς στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sérstaklega, skýrt, gagngert, berum orðum, beinlínis
Μεταφράσεις: sérstaklega, skýrt, gagngert, berum orðum, beinlínis