Σαρώνω στα ισλανδικά

Μετάφραση: σαρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sópa, geisa
Σαρώνω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρώνω

σαρώνω συνωνυμα, σαρώνω βικιλεξικο, σαρώνω ετυμολογία, σαρώνω συνώνυμο, σαρώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σαρώνω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • σαρκώδης στα ισλανδικά - holdugur
  • σαρωτικός στα ισλανδικά - sópa, Víðtækt
  • σας στα ισλανδικά - þið, þér, yðar, þú, þinn, þína, þitt, ...
  • σασί στα ισλανδικά - undirvagn, undirvagni, grindin, grind
Τυχαίες λέξεις
Σαρώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sópa, geisa