Σοκάκι στα ισλανδικά

Μετάφραση: σοκάκι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Backstreet
Σοκάκι στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σοκάκι

σοκάκι συνώνυμα, γιαχνί σοκάκι, σοκάκι ναύπλιο, σοκάκι καρπενήσι, μακρύ σοκάκι, σοκάκι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σοκάκι στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • σοδειά στα ισλανδικά - uppskera, ræktun, klippa, uppskeru, Ræktunin
  • σοκ στα ισλανδικά - áfall, lost, áfallið, stuð, högg
  • σοκολάτα στα ισλανδικά - súkkulaði, súkkulaðið
  • σολομός στα ισλανδικά - lax, laxi, laxinn, laxar, lax-
Τυχαίες λέξεις
Σοκάκι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Backstreet