Συμβουλεύομαι στα ισλανδικά
Μετάφραση: συμβουλεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samráð, hafa samráð, ráðfæra, ráðfæra sig, hafa samband við
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβουλεύομαι
συμβουλεύομαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συμβουλεύομαι στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συμβουλή στα ισλανδικά - ráð, ráðgjöf, ráðleggingar, ráða
- συμβουλευτικός στα ισλανδικά - ráðgefandi, Advisory, ráðgjöf, tilmæli, Ráðgjafahópur
- συμβουλεύω στα ισλανδικά - ráða, ráðleggja, ráðlagt, ráðleggjum, ráðgjöf, ráðleggur
- συμβούλιο στα ισλανδικά - ráð, ráðið, ráðsins, Council, Norræna
Τυχαίες λέξεις
Συμβουλεύομαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: samráð, hafa samráð, ráðfæra, ráðfæra sig, hafa samband við
Μεταφράσεις: samráð, hafa samráð, ráðfæra, ráðfæra sig, hafa samband við