Σωματικά στα ισλανδικά
Μετάφραση: σωματικά, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
líkamlega, Líkamleg, líkamlegur, líkamstjóni, líkamshlutverk
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματικά
σωματικά υγρά, σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα των μουσικών, σωματικά κύτταρα στο γάλα, σωματικά συμπτώματα άγχους, σωματικά συμπτώματα, σωματικά λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σωματικά στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- σωματείο στα ισλανδικά - hlutafélag, fyrirtæki, félag, Corporation, Félagið
- σωματειακός στα ισλανδικά - bandaleg, somateiakos
- σωματικός στα ισλανδικά - líkamlega, líkamlegt, líkamleg, eðlisfræðilegan, líkamlegur
- σωματοφύλακας στα ισλανδικά - lífvörður, höfuðvörð
Τυχαίες λέξεις
Σωματικά στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: líkamlega, Líkamleg, líkamlegur, líkamstjóni, líkamshlutverk
Μεταφράσεις: líkamlega, Líkamleg, líkamlegur, líkamstjóni, líkamshlutverk