Όρεξη στα ισλανδικά

Μετάφραση: όρεξη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lyst, matarlyst, lystarleysi, áhugi
Όρεξη στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όρεξη

όρεξη να χεις λεμεσός, όρεξη να χεις πολίχνη, όρεξη να χεις, όρεξη για ζωή, όρεξη για τίποτα, όρεξη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, όρεξη στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • όργανο στα ισλανδικά - mælitæki, áhald, orgel, líffæri, líffæra, stofnun, líffærum
  • όργιο στα ισλανδικά - at, upphlaup, orgy
  • όρθιος στα ισλανδικά - uppréttur, upprétt, uppréttri stöðu, uppréttu, í uppréttri stöðu
  • όριο στα ισλανδικά - mörk, takmörk, takmarka, mörkum, hámark
Τυχαίες λέξεις
Όρεξη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: lyst, matarlyst, lystarleysi, áhugi