Άμεσος στα ισπανικά

Μετάφραση: άμεσος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perentorio, apremiante, urgente, directo, directamente, directa, particular, directos
Άμεσος στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άμεσος

άμεσος δράση, άμεσοσ coombs, άμεσοσ φωτισμόσ, άμεσος στα αγγλικά, άμεσος συνεργός, άμεσος λεξικό γλώσσας ισπανικά, άμεσος στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • άμβλωση στα ισπανικά - aborto
  • άμεμπτος στα ισπανικά - irreprochable, libre de culpa, inocente, irreprensibles, irreprensible
  • άμμος στα ισπανικά - arenisca, cascajo, arena, de arena, la arena, arena de, arenas
  • άμορφος στα ισπανικά - informe, amorfo, sin forma, amorfa, desordenada
Τυχαίες λέξεις
Άμεσος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: perentorio, apremiante, urgente, directo, directamente, directa, particular, directos