Αδίστακτος στα ισπανικά

Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cruel, despiadado, implacable, despiadada, despiadados
Αδίστακτος στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδίστακτος

αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας ισπανικά, αδίστακτος στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • αδέσποτος στα ισπανικά - perderse, sin dueño, ownerless, sin propietario, mostrenco, sin dueños
  • αδίκημα στα ισπανικά - fechoría, injuria, provocación, delito, ofensa, infracción, ofensiva, ...
  • αδαής στα ισπανικά - torpe, inexperto, imberbe, inmaduro, Callow, inexperta
  • αδαμαντίνη στα ισπανικά - esmaltar, esmalte, del esmalte, el esmalte, de esmalte, esmalte de
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: cruel, despiadado, implacable, despiadada, despiadados