Αλάτι στα ισπανικά

Μετάφραση: αλάτι, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sal, salar, salado, sal de, la sal, de sal, salada
Αλάτι στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλάτι

αλάτι και πιπέρι, αλάτι ρίγανη θεσσαλονίκη, αλάτι και πιπέρι περιοδικό, αλάτι ιμαλαϊων ιδιότητες, αλάτι μεσολογγίου, αλάτι λεξικό γλώσσας ισπανικά, αλάτι στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • αλάθητος στα ισπανικά - impecable, a toda prueba, infalible, toda prueba, infalibles, prueba de tontos
  • αλάνθαστος στα ισπανικά - infalible, infalibles
  • αλέθω στα ισπανικά - triturar, fábrica, moler, molino, rechinar, molinillo, rutina, ...
  • αλέτρι στα ισπανικά - arar, surcar, arado, arado de, del arado, de arado, el arado
Τυχαίες λέξεις
Αλάτι στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: sal, salar, salado, sal de, la sal, de sal, salada