Δικαιοδοσία στα ισπανικά
Μετάφραση: δικαιοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jurisdicción, competencia, la jurisdicción, competente, la competencia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαιοδοσία
δικαιοδοσία αγγλικά, δικαιοδοσία ορισμός, δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ειρηνοδικείου, δικαιοδοσία συνωνυμα, δικαιοδοσία λεξικό γλώσσας ισπανικά, δικαιοδοσία στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- δικάζω στα ισπανικά - juez, árbitro, conocedor, juzgar, juez de, magistrado, el juez, ...
- δικαίωμα στα ισπανικά - derecha, justo, recto, debido, justicia, derecho, correcto, ...
- δικαιολογία στα ισπανικά - excusa, dispensar, eximir, disculpar, perdonar, justificación, excusar, ...
- δικαιολογώ στα ισπανικά - justificar, fundar, motivar, excusa, pretexto, excusa de, excusas, ...
Τυχαίες λέξεις
Δικαιοδοσία στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: jurisdicción, competencia, la jurisdicción, competente, la competencia
Μεταφράσεις: jurisdicción, competencia, la jurisdicción, competente, la competencia