Διοικώ στα ισπανικά
Μετάφραση: διοικώ, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
administrar, dioiko
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διοικώ
διοικώ αρχικοι χρονοι, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ λεξικό γλώσσας ισπανικά, διοικώ στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- διοικητής στα ισπανικά - comandante, comandante de, jefe, el comandante, comandante del
- διοικητικός στα ισπανικά - administración, administrativo, administrativa, administrativas, administrativos
- διορία στα ισπανικά - mandato, plazo, trimestre, término, expresión, fecha tope, fecha límite, ...
- διορίζομαι στα ισπανικά - invertir, colocar, revestir, situar, nombrado, designado, Nombrada, ...
Τυχαίες λέξεις
Διοικώ στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: administrar, dioiko
Μεταφράσεις: administrar, dioiko