Δυσχέρεια στα ισπανικά

Μετάφραση: δυσχέρεια, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dificultad, dificultades, dificultad para, dificultades para, la dificultad
Δυσχέρεια στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσχέρεια

οικονομική δυσχέρεια, δυσχέρεια ορισμός, εμβρυϊκή δυσχέρεια, αναπνευστική δυσχέρεια, δυσχέρεια στην αναπνοή, δυσχέρεια λεξικό γλώσσας ισπανικά, δυσχέρεια στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • δυσφημώ στα ισπανικά - calumniar, difamación, infamar, difamar, calumnia, vituperar
  • δυσφορία στα ισπανικά - incomodidad, descontento, disgusto, molestia, malestar, molestias, el malestar
  • δυσχεραίνω στα ισπανικά - obstruir, embargar, contrariar, cestas, cestos, canastas, cestas de, ...
  • δυσωδία στα ισπανικά - peste, hediondez, hedor, olor, pestilencia, fetidez, hedor a
Τυχαίες λέξεις
Δυσχέρεια στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: dificultad, dificultades, dificultad para, dificultades para, la dificultad