Εμφυσώ στα ισπανικά
Μετάφραση: εμφυσώ, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inyectar, inculcar, inculcarles, de inculcar, inculcar la, inculcar el
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμφυσώ
εμφυσώ συνώνυμα, εμφυσώ συνώνυμο, εμφυσώ μετάφραση, εμφυσώ βικιλεξικο, εμφυσώ λεξικό γλώσσας ισπανικά, εμφυσώ στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- εμφατικός στα ισπανικά - vigoroso, enfático, enfática, contundente, rotundo, enfáticos
- εμφιαλώνω στα ισπανικά - botella, frasco, botellas, botellas de, las botellas, frascos, de botellas
- εμφυτεύω στα ισπανικά - simiente, semilla, implantar, grano, semen, implante, implantes, ...
- εμψυχώνω στα ισπανικά - animar, reanimar, reanimar a, reanimarlo, reanimar la, reanimate
Τυχαίες λέξεις
Εμφυσώ στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: inyectar, inculcar, inculcarles, de inculcar, inculcar la, inculcar el
Μεταφράσεις: inyectar, inculcar, inculcarles, de inculcar, inculcar la, inculcar el