Εντατικοποίηση στα ισπανικά
Μετάφραση: εντατικοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
intensificación, la intensificación, intensificación de, intensificar, de intensificación
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντατικοποίηση
εντατικοποίηση συνώνυμα, εντατικοποίηση της εργασίας, εντατικοποίηση σπουδών, εντατικοποίηση γεωργίας, εντατικοποίηση λεξικό γλώσσας ισπανικά, εντατικοποίηση στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- εντάσσω στα ισπανικά - alistarse, incluyo, I incluyen, incluyo a, que incluyo
- εντατικά στα ισπανικά - intensivamente, intensamente, intensiva, intensa, intensivo
- εντατικός στα ισπανικά - intensivo, violento, intenso, intensiva, intensivos, intensa
- εντείνω στα ισπανικά - elevar, realzar, agrandar, intensificar, intensificar la, intensificará, intensifiquen, ...
Τυχαίες λέξεις
Εντατικοποίηση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: intensificación, la intensificación, intensificación de, intensificar, de intensificación
Μεταφράσεις: intensificación, la intensificación, intensificación de, intensificar, de intensificación