Κατήφεια στα ισπανικά

Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
melancólico, triste, penumbra, oscuridad, pesimismo, tristeza, melancolía
Κατήφεια στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατήφεια

κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας ισπανικά, κατήφεια στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • κατέχω στα ισπανικά - propio, poseer, conceder, mantener, celebrar, sostener, contener, ...
  • κατήγορος στα ισπανικά - fiscal, fiscalía, el fiscal, fiscal de, procurador
  • κατήφορος στα ισπανικά - declive, cuesta abajo, descenso, alpino, bajada, de descenso
  • καταβάλλω στα ισπανικά - vencer, debilitar, dominar, dominar a, dominarlo, subyugar
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: melancólico, triste, penumbra, oscuridad, pesimismo, tristeza, melancolía