Περιορισμός στα ισπανικά

Μετάφραση: περιορισμός, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
limitación, restricción, de restricción, restricción de, restricciones, la restricción
Περιορισμός στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιορισμός

περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός λεξικό γλώσσας ισπανικά, περιορισμός στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • περιορίζω στα ισπανικά - achicar, frontera, encarcelar, aminorar, menguar, linde, limitar, ...
  • περιορισμένος στα ισπανικά - restringido, restringida, restringido el, limitado, limitada
  • περιουσία στα ισπανικά - atributo, finca, propiedad, pertenencia, haber, heredad, bienes, ...
  • περιοχή στα ισπανικά - distrito, superficie, esfera, área, paraje, dominio, heredad, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμός στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: limitación, restricción, de restricción, restricción de, restricciones, la restricción