Πυκνώνω στα ισπανικά

Μετάφραση: πυκνώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
engrosar, espesarse, espesar, espesa, espese
Πυκνώνω στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυκνώνω

πυκνώνω αντώνυμο, πυκνώνω ετυμολογία, πυκνώνω συνωνυμο, πυκνώνω συνώνυμο, πυκνώνω λεξικό γλώσσας ισπανικά, πυκνώνω στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • πυκνός στα ισπανικά - denso, tupido, espeso, craso, apretado, grueso, rechoncho, ...
  • πυκνότητα στα ισπανικά - espesor, densidad, grosor, densidad de, la densidad, de densidad, la densidad de
  • πυξίδα στα ισπανικά - ámbito, brújula, círculo, compás, alcance, la brújula, el compás, ...
  • πυρήνας στα ισπανικά - núcleo, esencia, central, núcleo de, básico, centro
Τυχαίες λέξεις
Πυκνώνω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: engrosar, espesarse, espesar, espesa, espese