Άντληση στα ιταλικά
Μετάφραση: άντληση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pompaggio, di pompaggio, il pompaggio, pompante, pompa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άντληση
άντληση πετρελαίου, άντληση συνώνυμα, άντληση νερού από πηγάδι, άντληση πληροφοριών από τον παγκόσμιο ιστό, άντληση νερού, άντληση λεξικό γλώσσας ιταλικά, άντληση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- άνομος στα ιταλικά - senza legge, Lawless, la Lawless, illegale, fuorilegge
- άνοστος στα ιταλικά - insipido, insulso, annacquato, indeciso, insulsi
- άντρας στα ιταλικά - compagno, uomo, dell'uomo, l'uomo, man, uomo di
- άντρο στα ιταλικά - grotta, antro, cavità, caverna, spelonca, caverna di
Τυχαίες λέξεις
Άντληση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: pompaggio, di pompaggio, il pompaggio, pompante, pompa
Μεταφράσεις: pompaggio, di pompaggio, il pompaggio, pompante, pompa