Άσκοπος στα ιταλικά

Μετάφραση: άσκοπος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inutile, senza scopo, senza meta, aimless, privo di scopo
Άσκοπος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άσκοπος

άσκοπος συνώνυμα, άσκοπος λεξικό γλώσσας ιταλικά, άσκοπος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • άσθμα στα ιταλικά - asma, l'asma, dell'asma, di asma, d'asma
  • άσκηση στα ιταλικά - praticare, trivella, uso, esercitare, forare, pratica, esercitazione, ...
  • άσπλαχνος στα ιταλικά - spietato, spietata, spietati, unmerciful, senza pietà
  • άσπρος στα ιταλικά - bianchezza, imbiancare, biancore, bianco, bianca, white, nero, ...
Τυχαίες λέξεις
Άσκοπος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: inutile, senza scopo, senza meta, aimless, privo di scopo