Αδύναμος στα ιταλικά
Μετάφραση: αδύναμος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fragile, gracile, fiacco, labile, debole, fioco, fievole, tenue, deboli, debolezza, scarso
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδύναμος
αδύναμος βικιλεξικο, αδύναμος συνώνυμα, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύναμος οργανισμός, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος λεξικό γλώσσας ιταλικά, αδύναμος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αδυναμία στα ιταλικά - debole, debolezza, la debolezza, debolezze, di debolezza
- αδυνατίζω στα ιταλικά - dimagrire, esile, sottile, magro, snello, snellire, debilitare, ...
- αδύνατον στα ιταλικά - impossibile, possibile, impossibili, impossibilità, possibile su
- αδύνατος στα ιταλικά - debole, deboli, debolezza, scarso
Τυχαίες λέξεις
Αδύναμος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: fragile, gracile, fiacco, labile, debole, fioco, fievole, tenue, deboli, debolezza, scarso
Μεταφράσεις: fragile, gracile, fiacco, labile, debole, fioco, fievole, tenue, deboli, debolezza, scarso