Αισθανόμουν στα ιταλικά

Μετάφραση: αισθανόμουν, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
feltro, sentimento, sensazione, senso, sensibilità, sensazione di
Αισθανόμουν στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αισθανόμουν

αισθανόμουν λεξικό γλώσσας ιταλικά, αισθανόμουν στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αισθάνομαι στα ιταλικά - senso, percepire, sentire, provare, toccare, tastare, tatto, ...
  • αισθήσεις στα ιταλικά - coscienza, consapevolezza, sensi, i sensi, senso
  • αισθησιακός στα ιταλικά - sensuale, carnale, sensual, sensuali, sensualità
  • αισθητά στα ιταλικά - significativamente, significativo, notevolmente, modo significativo, in modo significativo
Τυχαίες λέξεις
Αισθανόμουν στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: feltro, sentimento, sensazione, senso, sensibilità, sensazione di