Ακούσιος στα ιταλικά
Μετάφραση: ακούσιος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
involontario, involontaria, involontari, involontarie, involontariamente
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακούσιος
ακούσιος εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, ακούσιος ορισμός, ακούσιος σημαίνει, εκούσιος ακούσιος, ακούσιος εγκλεισμός, ακούσιος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ακούσιος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ακουστική στα ιταλικά - acustica, l'acustica, un'acustica, acustiche, dell'acustica
- ακουστικός στα ιταλικά - acustico, uditorio, uditivo, uditiva, uditive, uditivi
- ακούω στα ιταλικά - sentire, ascoltare, ascolto, ascolta, ascoltate
- ακράδαντα στα ιταλικά - fortemente, vivamente, forte, forza, con forza
Τυχαίες λέξεις
Ακούσιος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: involontario, involontaria, involontari, involontarie, involontariamente
Μεταφράσεις: involontario, involontaria, involontari, involontarie, involontariamente