Αλάτι στα ιταλικά

Μετάφραση: αλάτι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
salino, salso, salato, sale, salare, di sale, il sale, salata, sale di
Αλάτι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλάτι

αλάτι και πιπέρι, αλάτι ρίγανη θεσσαλονίκη, αλάτι και πιπέρι περιοδικό, αλάτι ιμαλαϊων ιδιότητες, αλάτι μεσολογγίου, αλάτι λεξικό γλώσσας ιταλικά, αλάτι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αλάθητος στα ιταλικά - infallibile, infallibili, prova di errore, a prova di errore, foolproof
  • αλάνθαστος στα ιταλικά - infallibile, infallibili
  • αλέθω στα ιταλικά - crocchiare, mulino, macinare, frantumazione, grind, macinatura, macinato
  • αλέτρι στα ιταλικά - arare, aratro, dell'aratro, modelli di aratri, all'aratro, l'aratro
Τυχαίες λέξεις
Αλάτι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: salino, salso, salato, sale, salare, di sale, il sale, salata, sale di