Αμύνομαι στα ιταλικά

Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
difendere, difendermi, di difendermi
Αμύνομαι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμύνομαι

αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, αμύνομαι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αμόνι στα ιταλικά - incudine, un'incudine, dell'incudine, sull'incudine, l'incudine
  • αμύγδαλο στα ιταλικά - mandorla, mandorle, di mandorle, di mandorla, mandorlo
  • αν στα ιταλικά - se, caso, qualora, quando
  • ανά στα ιταλικά - per, a, al, ogni, per ogni
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: difendere, difendermi, di difendermi