Ανέγερση στα ιταλικά

Μετάφραση: ανέγερση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
edilizia, costrutto, struttura, erezione, costruzione, un'erezione, montaggio, l'erezione
Ανέγερση στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανέγερση

ανέγερση μουσείου μεσσαράς ηράκλειο, ανέγερση κτιρίου σε οικόπεδο τρίτου, ανέγερση κατοικίας, ανέγερση κατοικίας κόστος, ανέγερση σχολείων, ανέγερση λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανέγερση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ανάφλεξη στα ιταλικά - combustione, accensione, di accensione, avviamento, ignizione, d'accensione
  • ανάχωμα στα ιταλικά - banchina, riva, banca, sponda, argine, accatastare, ciglione, ...
  • ανέκδοτο στα ιταλικά - aneddoto, aneddoti, anecdote, aneddoto che
  • ανέκφραστος στα ιταλικά - impassibile, deadpan, inespressivo, inespressiva
Τυχαίες λέξεις
Ανέγερση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: edilizia, costrutto, struttura, erezione, costruzione, un'erezione, montaggio, l'erezione