Αποδεκατίζω στα ιταλικά

Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
decimare, decimare i, decimare le, di decimare, decimare il
Αποδεκατίζω στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω

αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, αποδεκατίζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αποδείξεις στα ιταλικά - dimostrazione, evidenza, testimonianza, prova, prove, elementi di prova, evidenze
  • αποδεικνύω στα ιταλικά - esperimentare, esibire, collaudare, comprovare, dimostrare, assaggiare, presentare, ...
  • αποδεκτός στα ιταλικά - accettabile, ammissibile, ricevibile, ricevibili, ammissibili, ricevibilità
  • αποδεσμεύω στα ιταλικά - unshackle
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: decimare, decimare i, decimare le, di decimare, decimare il