Αστυνόμος στα ιταλικά

Μετάφραση: αστυνόμος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
poliziotto, agente, maresciallo, Marshal, sceriffo, maresciallo di, il maresciallo
Αστυνόμος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αστυνόμος

αστυνόμος α, αστυνόμος μπαλούρδος, αστυνόμος σαίνης, αστυνόμος πέπε, αστυνόμος μπέκας, αστυνόμος λεξικό γλώσσας ιταλικά, αστυνόμος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αστυνομία στα ιταλικά - polizia, di polizia, della polizia, la polizia, polizia di
  • αστυνομεύω στα ιταλικά - polizia, Policing, vigilanza, di polizia, polizia di
  • αστυφύλακας στα ιταλικά - poliziotto, agente, conestabile, Constable, guardia
  • αστός στα ιταλικά - cittadino, townsman, Cittadino, concittadino, borghese, compaesano
Τυχαίες λέξεις
Αστυνόμος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: poliziotto, agente, maresciallo, Marshal, sceriffo, maresciallo di, il maresciallo