Αστός στα ιταλικά

Μετάφραση: αστός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cittadino, townsman, Cittadino, concittadino, borghese, compaesano
Αστός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αστός

αστός ορισμός, ο αστόσ, μέσος αστός, αστός λεξικό γλώσσας ιταλικά, αστός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αστυνόμος στα ιταλικά - poliziotto, agente, maresciallo, Marshal, sceriffo, maresciallo di, il maresciallo
  • αστυφύλακας στα ιταλικά - poliziotto, agente, conestabile, Constable, guardia
  • ασυδοσία στα ιταλικά - immunità, dell'immunità, l'immunità, di immunità, all'immunità
  • ασυλία στα ιταλικά - ricovero, salvagente, ospizio, rifugio, asilo, immunità, dell'immunità, ...
Τυχαίες λέξεις
Αστός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: cittadino, townsman, Cittadino, concittadino, borghese, compaesano