Βότανο στα ιταλικά
Μετάφραση: βότανο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
erba, erbe, di erbe, un'erba, alle erbe
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βότανο
βότανο για το συκώτι, βότανο forskolin, βότανο αρτεμισία, βότανο τριβόλι, βότανο st john’s wort, βότανο λεξικό γλώσσας ιταλικά, βότανο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- βόρειος στα ιταλικά - settentrionale, nordico, a nord, nord, del Nord, Sud, Renania
- βόσκω στα ιταλικά - graffio, pascere, pascolare, Navigazione, Browsing, Esplorando, la navigazione, ...
- βότσαλο στα ιταλικά - sassolino, ciottolo, ghiaia, di ghiaia, ciottoli
- βύθισμα στα ιταλικά - bozza, pescaggio, progetto, progetto di, proposta
Τυχαίες λέξεις
Βότανο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: erba, erbe, di erbe, un'erba, alle erbe
Μεταφράσεις: erba, erbe, di erbe, un'erba, alle erbe