Δαπανηρός στα ιταλικά
Μετάφραση: δαπανηρός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
costoso, caro, costosa, costosi, costose, oneroso
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δαπανηρός
δαπανηρός συνώνυμο, δαπανηρός λεξικό γλώσσας ιταλικά, δαπανηρός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δαπάνες στα ιταλικά - spesa, costi, i costi, spese, costi di, dei costi
- δαπάνη στα ιταλικά - spesa, costare, costo, spese, oneri, scapito, passivi
- δασκάλα στα ιταλικά - docente, istruttore, maestro, educatore, insegnante, insegnanti, insegnante di
- δασμοί στα ιταλικά - dogana, dovere, dazio, obbligo, doveri, compiti, funzioni, ...
Τυχαίες λέξεις
Δαπανηρός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: costoso, caro, costosa, costosi, costose, oneroso
Μεταφράσεις: costoso, caro, costosa, costosi, costose, oneroso