Δασκάλα στα ιταλικά

Μετάφραση: δασκάλα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
docente, istruttore, maestro, educatore, insegnante, insegnanti, insegnante di
Δασκάλα στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασκάλα

δασκάλα αγγλικών, δασκάλα δασκάλα ποιοσ σε φίλησε, δασκάλαβμ, δασκαλαβμ2, δασκάλα βμ3, δασκάλα λεξικό γλώσσας ιταλικά, δασκάλα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • δαπάνη στα ιταλικά - spesa, costare, costo, spese, oneri, scapito, passivi
  • δαπανηρός στα ιταλικά - costoso, caro, costosa, costosi, costose, oneroso
  • δασμοί στα ιταλικά - dogana, dovere, dazio, obbligo, doveri, compiti, funzioni, ...
  • δασμολόγιο στα ιταλικά - tariffa, dazio, tariffario, tariffaria, tariffe, tariffarie
Τυχαίες λέξεις
Δασκάλα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: docente, istruttore, maestro, educatore, insegnante, insegnanti, insegnante di