Δεσποτικός στα ιταλικά
Μετάφραση: δεσποτικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imperioso, autoritario, magistrale, sapiente, maestria
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσποτικός
δεσποτικός συνώνυμο, δεσποτικός σημασία, δεσποτικός θρόνος, δεσποτικός ορισμός, δεσποτικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, δεσποτικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δεσμός στα ιταλικά - legame, affare, fatto, faccenda, cosa, saldare, caso, ...
- δεσποινίς στα ιταλικά - perdere, signorina, fallire, ragazza, mademoiselle, la signorina, Mlle, ...
- δεσπόζω στα ιταλικά - dominare, sovrastare, overtop, sovrastano, autotreno, avrebbe superato
- δευτερεύων στα ιταλικά - secondario, secondaria, Secondary, media, secondari
Τυχαίες λέξεις
Δεσποτικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: imperioso, autoritario, magistrale, sapiente, maestria
Μεταφράσεις: imperioso, autoritario, magistrale, sapiente, maestria