Δεσπόζω στα ιταλικά

Μετάφραση: δεσπόζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dominare, sovrastare, overtop, sovrastano, autotreno, avrebbe superato
Δεσπόζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσπόζω

δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω λεξικο, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, δεσπόζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • δεσποινίς στα ιταλικά - perdere, signorina, fallire, ragazza, mademoiselle, la signorina, Mlle, ...
  • δεσποτικός στα ιταλικά - imperioso, autoritario, magistrale, sapiente, maestria
  • δευτερεύων στα ιταλικά - secondario, secondaria, Secondary, media, secondari
  • δευτερόλεπτο στα ιταλικά - momento, istante, secondo, seconda, attimo, di seconda, la seconda
Τυχαίες λέξεις
Δεσπόζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: dominare, sovrastare, overtop, sovrastano, autotreno, avrebbe superato