Δηλητηρίαση στα ιταλικά
Μετάφραση: δηλητηρίαση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intossicazione, avvelenamento, avvelenamento da, l'avvelenamento, intossicazioni
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δηλητηρίαση
δηλητηρίαση απο αυγό, δηλητηρίαση σκύλου, δηλητηρίαση από μύδια, δηλητηρίαση από νερό, δηλητηρίαση γάτας, δηλητηρίαση λεξικό γλώσσας ιταλικά, δηλητηρίαση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δεύτερος στα ιταλικά - secondo, seconda, istante, attimo, momento, di seconda, la seconda
- δηκτικός στα ιταλικά - caustico, mordace, pungente, graffiante, feroce
- δηλητηριώδης στα ιταλικά - virulento, venefico, velenoso, velenosi, velenosa, tossico, velenose
- δηλώνω στα ιταλικά - dichiarare, proclamare, dichiara, dichiarano, dichiarare la, dichiararla
Τυχαίες λέξεις
Δηλητηρίαση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: intossicazione, avvelenamento, avvelenamento da, l'avvelenamento, intossicazioni
Μεταφράσεις: intossicazione, avvelenamento, avvelenamento da, l'avvelenamento, intossicazioni