Διαγωνιζόμενος στα ιταλικά

Μετάφραση: διαγωνιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
concorrente, rivale, competitore, partecipante, combattente, contestant, concorrente di
Διαγωνιζόμενος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαγωνιζόμενος

διαγωνιζόμενος λεξικό γλώσσας ιταλικά, διαγωνιζόμενος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διαγωγή στα ιταλικά - condurre, guidare, dirigere, comportamento, gestire, contegno, gestione, ...
  • διαγωνίζομαι στα ιταλικά - concorrere, gareggiare, competere, diagonizomai
  • διαγωνισμός στα ιταλικά - concorrenza, concorso, emulazione, competizione, gara, contest, concorso di, ...
  • διαδήλωση στα ιταλικά - dimostrazione, manifestazione, di dimostrazione, dimostrativo, la dimostrazione
Τυχαίες λέξεις
Διαγωνιζόμενος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: concorrente, rivale, competitore, partecipante, combattente, contestant, concorrente di