Διαιτησία στα ιταλικά
Μετάφραση: διαιτησία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arbitraggio, arbitrato, arbitrale, di arbitrato, compromissoria, l'arbitrato
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαιτησία
διαιτησία κπολδ, διαιτησία στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, διαιτησία τεε, διαιτησία ποδοσφαίρου, διαιτησία icc, διαιτησία λεξικό γλώσσας ιταλικά, διαιτησία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- διαιρώ στα ιταλικά - spartire, dividere, divario, divide, divisione, spartiacque
- διαισθητικός στα ιταλικά - intuitivo, intuitiva, intuitivi, intuitive
- διαιτητής στα ιταλικά - arbitro, arbitro mostra, arbitro che, arbitro non, arbitro mostra il
- διαιτητεύω στα ιταλικά - arbitrare, arbitro, arbitrato, da arbitro, arbitri
Τυχαίες λέξεις
Διαιτησία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: arbitraggio, arbitrato, arbitrale, di arbitrato, compromissoria, l'arbitrato
Μεταφράσεις: arbitraggio, arbitrato, arbitrale, di arbitrato, compromissoria, l'arbitrato