Διαφοροποιώ στα ιταλικά
Μετάφραση: διαφοροποιώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
differenziare, distinguere, differenziarsi, differenziare i, di differenziare
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφοροποιώ
διαφοροποιώ συνώνυμο, διαφοροποιώ συνώνυμα, διαφοροποιώ στα αγγλικά, διαφοροποιώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, διαφοροποιώ στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- διαφορετικά στα ιταλικά - diversamente, differentemente, diverso, modo diverso, in modo diverso
- διαφορετικός στα ιταλικά - difforme, diverso, differente, diversa, diversi, diverse
- διαφυγή στα ιταλικά - perdita, fuga, di fuga, escape, evasione, fuggire
- διαφωνία στα ιταλικά - argomento, bega, centrale, questione, dimostrazione, discussione, scambio, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαφοροποιώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: differenziare, distinguere, differenziarsi, differenziare i, di differenziare
Μεταφράσεις: differenziare, distinguere, differenziarsi, differenziare i, di differenziare