Δικανικός στα ιταλικά
Μετάφραση: δικανικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giudiziario, giudiziale, forense, legale, forensi, medicina legale, forensic
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικανικός
δικανικός ορισμός, δικανικός συλλογισμός, δικανικός ψυχολόγος, δικανικός λόγος, δικανικός ρήτορας, δικανικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, δικανικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δικαιοσύνη στα ιταλικά - giustizia, giudice, la giustizia, della giustizia, di giustizia
- δικαιώνω στα ιταλικά - spiegare, perdonare, giustificare, giustificare la, giustificare il, giustifica
- δικαστήριο στα ιταλικά - cortile, tribunale, corte, giudice, tennis, da tennis
- δικαστής στα ιταλικά - magistrato, giudice, giudicare, giudice di, giudice ha
Τυχαίες λέξεις
Δικανικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: giudiziario, giudiziale, forense, legale, forensi, medicina legale, forensic
Μεταφράσεις: giudiziario, giudiziale, forense, legale, forensi, medicina legale, forensic